- περιμανής
- -ές, Αεμμανής, πολύ σφοδρός («περιμανής ἐξ ἔρωτος ἐπιθυμία», Πλούτ.).επίρρ...περιμανῶςμανιωδώς, με πάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -μανής (< μαίνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιμανής — furious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμανῆ — περιμανής furious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιμανής furious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιμανής furious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμανές — περιμανής furious masc/fem voc sg περιμανής furious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμανῶς — περιμανής furious adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμανεῖ — περιμαίνομαι rage round about aor subj pass 3rd sg (epic) περιμαίνομαι rage round about fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) περιμανής furious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περιμανής furious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιμανεῖς — περιμαίνομαι rage round about aor subj pass 2nd sg (epic) περιμανής furious masc/fem acc pl περιμανής furious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
περιμανώς — επίρρ. βλ. περιμανής … Dictionary of Greek